καρκίνωση

καρκίνωση
Ασθένεια των φυτών που εκδηλώνεται με τη μορφή περισσότερο ή λιγότερο εμφανών καρκινωμάτων (όγκων), τα οποία αποτελούν τη μορφολογική αντίδραση των ιστών στην προσβολή τους από τα παθογόνα αίτια της ασθένειας. Οι κ. αποδίδονται είτε στη δράση βακτηρίων, που εισέρχονται στον ξενιστή από τα τραύματα, όπως συμβαίνει με το βακτήριο ψευδομονάδα (κ. ή φυματίωση της ελιάς) είτε στη δράση μυκήτων, όπως ο συνχίτριος ο ενδοβιωτικός, που προσβάλλει τους κονδύλους, τους οφθαλμούς, τους στήμονες και τα κατώτερα φύλλα της πατάτας, προκαλώντας την κ. του φυτού· τέλος, υπάρχουν και όγκοι ιογενούς προέλευσης. Τα τελευταία χρόνια, το βακτήριο Αgrobacterium tumefaciens έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων, καθώς προσβάλλει μια μεγάλη ποικιλία δικοτυλήδονων φυτών, προκαλώντας σε αυτά χαρακτηριστικούς όγκους. Η μόλυνση επιτυγχάνεται μέσω της μεταφοράς ενός τμήματος DNA του βακτηρίου στα κύτταρα του φυτού· το ξένο DNA ενσωματώνεται στο γονιδίωμα του φυτού, οδηγώντας στην παραγωγή όγκων και σε αλλαγές στον φυτικό μεταβολισμό (π.χ. παραγωγή οπιούχων ενώσεων). Πρόκειται, δηλαδή, για ένα φυσικό σύστημα μεταφοράς γονιδίων. Για τον λόγο αυτόν, το Αgrobacterium tumefaciens χρησιμοποιείται πλέον από τη γενετική μηχανική ως μέσο μεταφοράς επιθυμητών γονιδίων και μετασχηματισμού φυτικών οργανισμών, για τη βελτίωση των ιδιοτήτων τους (π.χ. μεταφορά γονιδίων ανθεκτικότητας σε εντομοκτόνα), με την προϋπόθεση ότι έχουν απομακρυνθεί τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία όγκων.
* * *
η (Α καρκίνωσις) [καρκινώ]
ο σχηματισμός καρκίνου σε έναν οργανισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρκινωμάτωση — η ιατρ. η κατάληψη ολόκληρου τού σώματος, ολόκληρου οργάνου ή τού ορογόνου μιας κοιλότητας τού σώματος από μεταστατικές εστίες καρκίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνωμα, τος κατά τα μεταρρηματικά παρ. σε ωση τών ρ. σε όω / ώνω (πρβλ. καρκίνωση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”